- γεροξούρας
- ο(υβριστικά) ανόητος και αδιάντροπος γέρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεροξούρας — γεροξούρας, ο και γεροξούρης, ο γέρος ξεμωραμένος, αδιάντροπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γέρος — ο (θηλ. γριά, η) 1. άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένος 2. ο γέροντας πατέρας 3. ο ηλικιωμένος σύζυγος 4. στον πληθ. οι γέροι οι γονείς 5. παροιμ. α) «ο γέρος κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται» όσο κι αν κρύβει κάποιος την… … Dictionary of Greek
σκατόγερος — ο, Ν τιποτένιος γέρος, γέρος κακού χαρακτήρα, παλιόγερος, γεροξούρας … Dictionary of Greek